- παραζηλῶ
- παραζηλόωprovoke to jealousypres subj act 1st sgπαραζηλόωprovoke to jealousypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραζηλώ — όω, Α 1. προκαλώ σε κάποιον ζηλοτυπία 2. δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι 3. παρακινούμαι να δείξω ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζηλῶ (< ζῆλος)] … Dictionary of Greek
παραζήλωσις — ώσεως, η, Α [παραζηλώ] ζήλος, άμιλλα … Dictionary of Greek